- ευτενής
- εὐτενής, -ές (Α)1. εύτονος* (πιθ. αντί τού εὐγενής στον Θεόφρ.)2. (για πέτρες) επιγρ. τετραγωνισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τενής (< *τένος < τείνω), πρβλ. εκ-τενής, ευθυ-τενής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.